Ενημερωτικό δελτίο

* indicates required

Αρχαιολογικά Αξιοθέατα

ΕΛΕΥΘΕΡΝΑ

Στις βορειοδυτικές υπώρειες της Ίδης, σε υψόμετρο 380 μ. περίπου, και σε απόσταση 30 χιλ. νότια του Ρεθύμνου βρίσκεται η αρχαία πόλη Ελεύθερνα. Σήμερα σώζονται ερείπια από διάφορες ιστορικές περιόδους της ζωής της αρχαίας Ελεύθερνας. Σύμφωνα με την παράδοση είχε πάρει το όνομα της από τον Ελευθερέα, έναν από τους Κουρήτες ή από το επίθετο της Δήμητρος Ελευθούς. Στο λόφο Νησί που αποτελεί έναν από του κύριους πυρήνες της αρχαίας πόλης μαζί με το λόφο Πυργί υπάρχει συνοικία που άκμασε κατά τους ελληνιστικού χρόνους. Τον 3ο αι. π.Χ. η Ελεύθερνα πολεμούσε εναντίον των Ροδίων και των συμμάχων τους Κνωσίων. Όταν το 220 π.Χ. οι κρητικές πόλεις πολεμούσαν μεταξύ τους η Ελεύθερνα στάθηκε στο πλευρό της Κνωσού. Με πολιορκία όμως των αντιπάλων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτή τη συμμαχία. Το 68 π.Χ. όταν ο Μέτελλος έκανε επίθεση στην, η πόλη κατόρθωσε να αντισταθεί για αρκετό καιρό στην πολιορκία των Ρωμαίων λόγω του οχυρού της θέσης της αλλά τελικά κυριεύτηκε μετά από προδοσία. Από την πόλη Ελεύθερνα κατάγονταν ο ποιητής Λίνος, ο φιλόσοφος Διογένης, ο λυρικός ποιητής Αμήτωρ και ο γλύπτης Τιμοχάρης. Ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο το 1929 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τη διεύθυνση του H. Payne και είχε μικρή χρονική διάρκεια. Συστηματικές ανασκαφές που πραγματοποιούνται από το 1985 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, έφεραν στο φως σπουδαία αρχαιολογικά λείψανα, που δίνουν την εικόνα της αρχαίας πόλης, κυρίως από τους γεωμετρικούς έως τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, χωρίς ωστόσο να λείπουν τα στοιχεία της αδιάκοπης χρήσης του χώρου από τα πρωτομινωικά έως και τα νεώτερα χρόνια. Συντάκτης Βάννα Νινιού – Κινδελή, αρχαιολόγος Ελεύθερνα – Βικιπαίδεια Αγγελική Τσίγκου, αρχαιολόγος Ελένη Μαθιουδάκη, αρχαιολόγος

Ελεύθερνα- Βικιπαίδεια

The Archaeological Site of Eleftherna

Ελληνικά – Μονοπάτι E4 – Ρέθυμνο Κρήτης

Εκπαιδευτική Τηλεόραση

Ελεύθερνα Πολύχρυση ταφή στην Ελεύθερνα | Άρθρα | Ελευθεροτυπία

ΚΝΩΣΣΟΣ

http://www.youtube.com/watch?v=x3dak2YQdPM&feature=related

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 – 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή. Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 – 2.000 κατοίκους. Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους. Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ”έπαυλη του Διονύσου” με τα θαυμάσια ψηφιδωτά. Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ”Μακρύτοιχος”, παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού. Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.Μυθολογικά / Ιστορικά Πρόσωπα Έβανς Αρθουρ Μίνωας

Κνωσός – Βικιπαίδεια

Φαιστός

Η Φαιστός είναι κτισμένη πάνω σε χαμηλό λόφο (υψόμετρο 100 μ. περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας), στα νότια του ποταμού Γεροπόταμου, του αρχαίου Ληθαίου, και δεσπόζει στην εύφορη κοιλάδα της Κάτω Μεσαράς, που περιτριγυρίζεται από επιβλητικά βουνά (Ψηλορείτης, Αστερούσια, Λασιθιώτικα Βουνά). Στα νότια εκτείνεται το Λιβυκό πέλαγος. Ο Ληθαίος περιβάλλει το λόφο της Φαιστού από ανατολικά και βόρεια, αποτέλεσε την πηγή ύδρευσης της πόλης. Το ήπιο και ζεστό κλίμα της περιοχής έκανε άνετη και ευχάριστη τη ζωή των κατοίκων της. Η Φαιστός αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και τη σπουδαιότερη σε πλούτο και δύναμη πόλη της νότιας Κρήτης. Αναφέρεται στα κείμενα αρχαίων συγγραφέων (Διόδωρος, Στράβωνας, Παυσανίας) ενώ μνημονεύεται και από τον Όμηρο. Ανήκει στις τρεις σημαντικές πόλεις που ίδρυσε στην Κρήτη ο Μίνωας. Κατά τη μυθολογία στη Φαιστό βασίλεψε η δυναστεία του Ραδάμανθυ, γιου του Δία και αδελφού του Μίνωα. Ο Όμηρος αναφέρει τη συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο και τη χαρακτηρίζει πόλη ”καλά κατοικημένη”. Η περίοδος ακμής της Φαιστού ξεκινά με την είσοδο της Κρήτης στην Εποχή του Χαλκού στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ, όπου δημιουργούνται οι βάσεις για το μινωικό πολιτισμό. Ο Ληθαίος περιβάλλει το λόφο της Φαιστού από ανατολικά και βόρεια, αποτέλεσε την πηγή ύδρευσης της πόλης. Το ήπιο και ζεστό κλίμα της περιοχής έκανε άνετη και ευχάριστη τη ζωή των κατοίκων της. Η κατοίκηση στη Φαιστό αρχίζει από τη νεολιθική περίοδο, όπως φανερώνουν θεμέλια νεολιθικών κατοικιών, εργαλεία, ειδώλια και όστρακα αγγείων που αποκαλύφτηκαν κάτω από το ανακτόρο κατά τις ανασκαφές. Ο νεολιθικός οικισμός πρέπει να απλωνόταν στην κορυφη του λόφου και τη νοτιοδυτική πλαγιά του. Στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., άρχισε η χρήση των μετάλλων γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη της πόλης. Η ανάπτυξη συνεχίζεται μέχρι την ίδρυση και εδραίωση των μινωικών ανακτόρων (15ος αι. π.X.). Στις αρχές της 2ης χιλιετίας η εξουσία περνά στα χέρια βασιλιάδων, οι οποίοι ιδρύουν μεγάλα ανάκτορα. Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε στα 1900 π.Χ. περίπου και μαζί με τα άλλα γύρω κτίσματα είχε έκταση 18.000 τετραγωνικά μέτρα, λίγο μικρότερη από εκείνη του ανακτόρου της Κνωσού. Ο μεγάλος σεισμός που έγινε κοντά στο 1700 π.Χ. ήταν η αιτία της καταστροφής του, όπως και της Κνωσού. Στη θέση του οικοδομήθηκε νέο, επιβλητικότερο, στο οποίο ανήκουν και τα περισσότερα αναστηλωμένα σήμερα λείψανα, ενώ έχουν αποκαλυφτεί και αρκετά τμήματα του πρώτου ανακτόρου, κυρίως στα νοτιοδυτικά. Η μινωική πόλη αναπτύσσεται γύρω από το ανακτορικό κέντρο σε μεγάλη έκταση. Η Φαιστός ήταν η έδρα του άρχοντα-βασιλιά που έλεγχε όχι μόνο τον πλούσιο κάμπο της Μεσαράς αλλά και τους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την έξοδο προς τη θάλασσα και τα λιμάνια του κόλπου της Μεσαράς. Μετά την καταστροφή του ανακτόρου (15ος αι. π.X.) η πόλη της Φαιστού συνεχίζει να κατοικείται στα μυκηναϊκά χρόνια και στη γεωμετρική εποχή (8ος αι. π.X.). Στους επόμενους αιώνες η Φαιστός γνωρίζει νέα περίοδο ακμής. Η έκταση της πόλης μεγαλώνει σε σχέση με εκείνη της μινωικής. Πρόκειται για μια πλούσια, δυνατή, πολυάνθρωπη και ανεξάρτητη πόλη. Έκοβε δικά της νομίσματα και κατά την εποχή της ακμής της, η κυριαρχία της απλωνόταν από το ακρωτήριο Λίθινο ως το ακρωτήριο Μέλισσα και περιελάμβανε και τις νησίδες Παξιμάδια με την αρχαία ονομασία Λητώαι. Το κράτος της Φαιστού διέθετε δύο ισχυρά λιμάνια, τα Μάταλα και τον Κομμό στα νοτιοδυτικά. Κατά τα ιστορικά χρόνια κτίζεται ο ναός της Ρέας, στα νότια του παλαιού ανακτόρου. Ένα χρονικό κενό παρατηρείται την κλασική περίοδο, από την οποία δεν έχουν αποκαλυφτεί ακόμη αρχιτεκτονικά λείψανα. Αντίθετα, η ελληνιστική πόλη υπήρξε εξαιρετικά ακμαία. Δείγμα οικιών της εποχής αυτής διακρίνεται στην δυτική αυλή (άνω άνδηρο) του ανακτόρου. Στα μέσα του 2ου αιώνα π.X. (περίπου 160 π.Χ.) η πόλη καταστράφηκε και υποδουλώθηκε από την γειτονική Γόρτυνα. Αν και δεν εγκαταλείφτηκε αμέσως, η θέση της Φαιστού, χάνει πλέον την ισχύ της. Ίχνη κατοίκησης της περιόδου της ενετοκρατίας υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την περιοχή. Το σημερινό χωριό του Αγίου Ιωάννη στις νότιες παρυφές της αρχαίας πόλης αποτελεί το φτωχικό κατάλοιπο ενός ένδοξου παρελθόντος. Από αρχαιολογική άποψη η Φαιστός είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα μινωϊκή πόλη μετά την Κνωσσό. Ο πρώτος που αναγνώρισε και ταύτισε τη θέση της Φαιστού ήταν ο Άγγλος πλοίαρχος H. Spratt. Το 1884 άρχισαν οι αρχαιολογικές έρευνες από τον F. Halbherr στη Φαιστό και συνεχίστηκαν από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή (Halbherr and L. Pernier, 1900-1904) και από τον Doro Levi (1950-1971). Παράλληλα με τις ανασκαφές έγιναν στερεωτικές εργασίες από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή. Ορισμένοι χώροι, κυρίως το παλαιό ανάκτορο και τα βασιλικά δωμάτια του νέου ανακτόρου καλύφτηκαν με πλαστικά στέγαστρα, ενώ άλλοι, όπως οι αποθήκες του νέου ανακτόρου, καλύφτηκαν με πλάκα μπετόν.

Φαιστός – Βικιπαίδεια

Η αρχαία Απτέρα

Η αρχαία Απτέρα ιδρύθηκε στο χαμηλό ύψωμα Παλιόκαστρο, σε ένα τόπο που παραμένει μοναδικός για τη φυσική του ομορφιά, με τον πανέμορφο κόλπο της Σούδας στα βόρεια και την επιβλητική οροσειρά των Λευκών Ορέων στα νότια. Η στρατηγική θέση της πόλης με τα δυο λιμάνια της, τη Μινώα ( σημερινό Μαράθι ) και την Κίσαμο ( κοντά στις σημερινές Καλύβες ) στην είσοδο του φυσικού κόλπου, που εξασφάλιζε τη δυνατότητα του ελέγχου στη διακίνηση του εμπορίου, ευνόησε την ανάπτυξη της. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε από τον ιστορικό Γ. Σβορώνο η πιο εμπορική πόλη της Κρήτης και στις περιόδους ακμής της, μία από τις πιο ισχυρές. Εξουσίαζε μεγάλη έκταση γης, κυρίως πεδινή και εύφορη, την οποία διέσχιζε στα νότια και ανατολικά ο ποταμός Πυκτός ( σημερινός Κοιλιάρης ). Η αρχαιότερη αναφορά του ονόματος συναντάται στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής της Κνωσού ως A-pa-ta-wa (14ος – 13ος αιώνας π. Χ.). Σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ερευνών αλλά και τις μαρτυρίες αρχαίων γεωγράφων και ιστορικών η οίκηση του συγκεκριμένου λόφου ξεκινά τον 8ο π. Χ. αιώνα και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τον 7ο μ. Χ αιώνα, οπότε λόγω ισχυρών σεισμών και πειρατικών επιδρομών η πόλη ερημώνεται. Για την προέλευση του ονόματός της υπάρχουν πολλές δοξασίες, η επικρατέστερη από τις οποίες φαίνεται ότι είναι το επίθετο της Άρτεμης: Άρτεμις Απτέρα. Κατά μία άλλη εκδοχή το όνομά του έδωσε στην πόλη ο επώνυμος ήρωας των Δελφών Πτέρας ή Απτέρας, ενώ σύμφωνα με το μύθο που παραδίδεται από το Στέφανο Βυζάντιο ( 6ος αι. μ.Χ. ) το όνομα προέρχεται από το μυθικό αγώνα που έγινε μεταξύ των Μουσών και των Σειρήνων, κατά τον οποίο ηττήθηκαν οι Σειρήνες, πέταξαν τα φτερά τους ( έμειναν άπτερες ), έγιναν λευκές και έπεσαν στη θάλασσα. Η περίοδος της μεγάλης ακμής της ως ανεξάρτητης πόλης-κράτους ξεκινά από τον 4ο π. Χ. αιώνα, οπότε αναδεικνύεται σταδιακά ως η πιο εμπορική πόλη της Κρήτης. Οι εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες που συνάπτει με την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τα Βασίλεια της Περγάμου και της Βιθυνίας αλλά και ο ορισμός προξένων σε πολλές πόλεις της Κρήτης, της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου, την Αδριατική, τον Ελλήσποντο και την Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική ισχύ και τη διπλωματική της ευελιξία την αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο. Ο σεισμός του 364/5 μ. Χ. σήμανε την οριστική παρακμή της και τελικά, ο επόμενος ισχυρός σεισμός, του 7ου αι. μ. Χ. την οριστική εγκατάλειψή της ως πόλης. Η ίδρυση – πριν από το 1182- της μικρής μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ιδιοκτησίας της Μονής Πάτμου μέχρι τη δεκαετία του 1960, έγινε σε κεντρικό χώρο της αρχαίας πόλης, ενώ το κάστρο, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του χώρου, οικοδομήθηκε από τους Τούρκους κατακτητές το 1866. Λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ. η πόλη οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος μήκους 3.480μ., το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το πλάτωμα του λόφου. Κατασκευασμένο από μεγάλους ορθογώνιους λίθους πιο επιμελημένους στη δυτική και τη νοτιοδυτική πλευρά και λιγότερο επιμελημένους ή πολυγωνικούς στην ανατολική, συμπληρώνεται από ορθογώνιους οχυρωματικούς πύργους, στη δυτική πλευρά κυρίως. Στην ίδια πλευρά αποκαλύφθηκε πρόσφατα μία από τις πύλες της ενώ άλλες είσοδοι υπάρχουν στα βορειοανατολικά και στα νότια. Το 1942 ανασκάφθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές μικρός δωρικός ναός χαρακτηρισμένος από τους ανασκαφείς «διμερές ιερό» χρονολογημένος στον 5ο αιώνα π. Χ. Στην ίδια περιοχή έχει αποκαλυφθεί τμήμα μεγάλου ναού που έχει χρησιμοποιηθεί για πολλούς αιώνες και ίσως να αποτελούσε έναν από τους κεντρικούς ναούς της πόλης. Άλλος μικρός δωρικός ναός έχει αποδοθεί από τον ανασκαφέα του, Στυλιανό Αλεξίου, στις θεές Δήμητρα και Περσεφόνη και έχει χρονολογηθεί στον 1ο αι. μ. Χ. Το θέατρο της πόλης, κατασκευασμένο σε φυσική κοιλότητα στα νότια του χώρου, έχει κτιστά διαζώματα, στα οποία διατηρούνται ορισμένες από τις λίθινες κερκίδες και μέρος της σκηνής. Τα εντυπωσιακότερα για το μέγεθος και τη διατήρησή τους μνημεία είναι οι ρωμαϊκές δεξαμενές που συγκέντρωναν τα όμβρια ύδατα από ανοίγματα της οροφής, αλλά και από πολυάριθμες στέρνες, μέσω ενός δικτύου αγωγών. Οι δεξαμενές τροφοδοτούσαν αντίστοιχα τα δύο μεγάλαλουτρά, τα οποία αργότερα μετατράπηκαν σε εργαστήρια. Στην ίδια περίοδο ανήκει και δημόσιο κτίριο με κόγχες, τμήμα του οποίου διατηρείται σε ύψος. Η Απτέρα είχε δύο νεκροταφεία: ένα στα νοτιοανατολικά με λαξευτούς τάφους και ένα στα δυτικά, στο οποίο διενεργούνται πολλές ανασκαφές τα τελευταία χρόνια. Κοντά στην πύλη έχουν αποκαλυφθεί ταφικά μνημεία και ηρώο με επιγραφές του 1ου – 2ου αιώνα μ. Χ. Στην υπόλοιπη περιοχή του νεκροταφείου που εκτείνεται κάτω από τον παλιό οικισμό, υπάρχουν διάφοροι τύποι ταφών όλων των περιόδων, από τον 8ο αι. π. Χ. μέχρι τον 3ο μ. Χ. και ποικίλων τύπων, από τους πιο απλούς, με ταφές σε πίθους του 8ου και 7ου αι. π. Χ., λακκοειδείς όλων των περιόδων, αλλά και πιο επιμελημένους με μεγάλο θάλαμο λαξευμένο στο βράχο. Αντιπροσωπευτικά ευρήματα διαφόρων χρονικών περιόδων από την πόλη και το νεκροταφείο (αγγεία, νομίσματα, ειδώλια, επιγραφές, γλυπτά και άλλα μικροαντικείμενα) εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων. Μέσα σε αυτό εκτός από τα εργαστήρια αργυρο -χρυσοχοΐας και πολεμικών όπλων, υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους Θεούς, επαύλεις, θέατρο, λουτρά, τεράστιες δεξαμενές νερού και άλλα καταστήματα. Οι Απτεραίοι, δεινοί τοξότες, πολεμούσαν ως μισθοφόροι σε διάφορες περιοχές εκτός Κρήτης φέρνοντας πλούτο στον τόπο τους. Η εισαγωγή της πολύτιμης πρώτης ύλης, που ήταν ο άργυρος, από τους επαναπατριζόμενους μισθοφόρους, έδινε στην πόλη την δυνατότητα να κόψει τα δικά της νομίσματα και να αναπτύξει έτσι περισσότερο τη δική της ανεξάρτητη και δυναμική οικονομία. Τα νομίσματά της ήταν περίτεχνα και απεικόνιζαν συνήθως, στην κύρια όψη τη θεά Άρτεμη και από την άλλη, τον ιδρυτή της πόλης βασιλιά Απτέρα, ενώ άλλοι τύποι τον Απόλλωνα ή την Ήρα και πυρσό, μέλισσα ή τόξο. Ο αρχαιολογικός χώρος της Απτέρας είναι ελεύθερος για τους επισκέπτες καθημερινά από τις 8:30 έως 15:00, εκτός Δευτέρας.Σώζονται επίσης, πλησίον των αρχαιοτήτων δύο φρούρια εξαιρετικού ιστορικού ενδιαφέροντος που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας το φρούριο “Παλαίκαστρο” το οποίο κτίστηκε από τους Τούρκους με αφορμή την επανάσταση του 1866 και το φρούριο “Ιτζεδίν” στην τοποθεσία Καλάμι το οποίο κτίστηκε το 1872 και διέθετε στρατώνες, νοσοκομείο και άλλες εγκαταστάσεις.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΕΛΙΔΟΝΙΟΥ

Η Σπηλιά του Μελιδονίου βρίσκεται περίπου 1.800 μέτρα βορειοδυτικά του χωριού και παρουσιάζει ενδιαφέρον εξαιτίας των αρχαιολογικών της ευρημάτων, μερικά από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρεθύμνου. Το σπήλαιο Μελιδονίου ονομάζεται και αλλιώς “Γεροντόσπηλιος”. Υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα λατρευτικά σπήλαια , μια και στην Μινωική εποχή λατρευόταν στο σπήλαιο ο Χάλκινος γίγαντας της Κρήτης ο Τάλως, που είχε αναλάβει , σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία, την ασφάλεια και την προστασία του νησιού , από εξωτερικούς και εχθρούς. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αρχαιολογικής μεριάς αλλά και ιστορικής , μια και το σπήλαιο Μελιδονίου , ήταν καταφύγιο για 370 γυναικόπαιδα και 30 πολεμιστές , για να αποφύγουν τον τούρκικο ζυγό κατά τον Οκτώβριο του 1823. Ιστορικά γεγονότα αναφέρουν ότι ο Χουσείν Μπέις που πληροφορήθηκε για τη κρυψώνα αυτή , κύκλωσε το σπήλαιο, με το στρατό του , και ζήτησε στους κρητικούς να παραδοθούν. Αυτοί αρνήθηκαν φυσικά , γιατί γνώριζαν πολύ καλά τι τους περίμενε και οι Τούρκοι μετά από μία τρίμηνη πολιορκία έριξαν εύφλεκτες ύλες από το άνοιγμα της κορυφής του σπηλαίου και έβαλαν φωτιά. Γυναικόπαιδα και πολεμιστές , άφησαν την τελευταία τους πνοή στο υγρό αυτό σπήλαιο Γενάρης του 1824. Στη κεντρική αίθουσα του σπηλαίου έχει τοποθετηθεί οστεοφυλάκιο , με τα κόκαλα των ηρώων, που σφραγίζει το δράμα του σπηλαίου του Μελιδονίου. Η αψιδωτή είσοδος του σπηλαίου , μας υποδέχεται ενώ μας οδηγεί στην πρώτη αίθουσα του φαντασμαγορικού σπηλαίου που ονομάζεται “Αίθουσα ηρώων” όπου υπάρχει , όπως αναφέραμε και πιο πριν το “Μνημείον”. Ένα συγκρότημα από σταλαγμίτες αρχίζει και ξετυλίγεται σαν κουβάρι από μπροστά μας ενώ οδεύουμε προς το “Σταυροδρόμι” μπαίνοντας στο δεξιό θάλαμο . Φτάνοντας στη τεράστια αίθουσα “Πάσλεϋ” οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες , δημιουργούν θαυμάσιο σύμπλεγμα και προσφέρουν ένα ονειρικό θέαμα στον επισκέπτη. Καθώς προχωράμε , ογκώδη βράχοι δίνουν το συναίσθημα ότι βρισκόμαστε σε μια άλλη γη και χωρίς να το καταλάβουμε , έχουμε φτάσει στην αίθουσα “Των βράχων” όπου μέσα από ένα στενό διάδρομο θα οδηγηθούμε στο “Θάλαμο της Καταβόθρας” και μετά από αυτό το οδοιπορικό καταφθάνουμε στο τέλος της δεξιάς λωρίδας που ονομάζεται “Το Υπερώον”. Οδοιπορώντας το σπήλαιο και καταφθάνοντας ξανά στο “Σταυροδρόμι” διαλέγουμε να οδοιπορήσουμε και το αριστερό μέρος του σπηλαίου που αποτελείτε από ένα και μοναδικό θάλαμο “Τον Θάλαμο των Παραπετασμάτων” όπου ο μεγαλοπρεπής στολισμός από πτυχώσεις , σταλαγμιτικό και σταλακτιτικό υλικό είναι τόσο πλουσιοπάροχο και τόσο θεσπέσιο. Μια σας επίσκεψη θα σας πείσει για όλα αυτά που είδαν τα δικά μας μάτια και που είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά.

Μαργαρίτες: Διεθνές κέντρο κεραμικής, 17 βυζαντινές εκκλησίες, μοναστήρι 13ου αι., τοπική αρχιτεκτονική, βενετσιάνικες επαύλεις, φαράγγι Λαγγός, πεζοπορικό μονοπάτι Μαργαρίτες.

Θρόνος : βυζαντινός ναός Παναγίας Δεξιοκρατούσας, με μοναδικά ψηφιδωτά και οικόσημο Καλλέργηδων κτισμένος πάνω σε ναό του Δία, αρχαιολογικός χώρος Συβρίτου. Πατσός: φαράγγι, σπήλαιο Κροναίου Ερμή Μέρωνας : Καλλεργοχώρι του Αμαρίου, Ναός Παναγίας με οικόσημο Καλλέργηδων. Μοναστηράκι: μινωικό ανάκτορο, αρχιτεκτονική οικιών, αειθαλής πλάτανος του Δία, πολιτιστικός σταθμός

Οψυγιάς : πεζοπορικό μονοπάτι ως την κορυφή της Σάμιτος – αφή πυρών – ορειβατική ολυμπιάδα, μινωικό υπαίθριο πατητήρι, βόλια Διγενή

Βισταγή : πετρόσπιτο στο Βισταγιανό Αόρι, ορθόλιθοι, σπήλαια, βάραθρα, σπήλαιο Πάνα, ορεινό καταφύγιο, κέντρο εκπαίδευσης σπηλαιολόγων

Κουρούτες : ορεινό καταφύγιο, μιτάτα, ορειβατικό μονοπάτι γιά Ψηλορείτη (Ιδαίον Άντρον)

Πλατάνια : αναρριχητικό πεδίο Αερόλιθος

Αποδούλου : μινωικός οικισμός 2.000 – 1.700 π.Χ., ναός Αγίου Γεωργίου Ξιφηφόρου 12ου αι.

Αρκάδι Στις βορειοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο σχεδόν 500 μέτρων, βρίσκεται η Ιερά Μονή Αρκαδίου. Σύμφωνα με την παράδοση την Ι.Μ. Αρκαδίου θεμελίωσε ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος, ενώ η ανοικοδόμησή της έγινε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο αι. μ.Χ. από τον οποίο πήρε και τον όνομά του το μοναστήρι. Η επιστημονική ωστόσο άποψη υποστηρίζει ότι τόσο ή ίδρυση όσο και η ονοματοθεσία του μοναστηριού θα πρέπει να οφείλονται σε κάποιον μοναχό Αρκάδιο. Σύμφωνα με επιγραφή, ο δίκλιτος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα ανηγέρθη το 1587. Αποτελεί επομένως έργο της βενετοκρατίας, όπως φαίνεται και από την πληθώρα στοιχείων αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Το καθολικό είναι τοποθετημένο στο κέντρο της τετραγωνικής κάτοψης του συγκροτήματος περιμετρικά του οποίου αναπτύσσονται τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι του Μοναστηριού. Το γεγονός που χωρίς αμφιβολία έγινε η αιτία να καθιερωθεί η Μονή Αρκαδίου ως ιστορικό σύμβολο ήταν η επανάσταση του 1866-1869 κατά την οποία ο Κωστής Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολιορκημένοι και ανατίναξε ολόκληρο το Μοναστήρι μετατρέποντάς το σε αιώνιο σύμβολο ελευθερίας.

Αρκάδι – Βικιπαίδεια

Κνωσσός , Φαιστός , Αγία Τριάδα , Γόρτυνα, Μάλια, Αρχάνες , Τύλισος

Το µεγαλύτερο και λαµπρότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισµού, η Κνωσός, βρίσκεται 5 χλµ. νότια από το ιστορικό κέντρο της πόλης του Ηρακλείου. Στον χώρο, στην ανατολική πλευρά του λόφου, όπου βρίσκονται σήµερα τα ερείπια της µινωικής Κνωσού, έχουν βρεθεί ίχνη νεολιθικής εγκατάστασης που χρονολογούνται από το 6000 π.χ. Στο πολύπλοκο σύστηµα διαδροµών και στα δαιδαλώδη διαµερίσµατα πολλοί ερευνητές αναγνώρισαν τον αρχαίο “λαβύρινθο”. Μπορεί η έννοια του λαβύρινθου να είναι ένα µυθολογικό κατάλοιπο ενός µεγάλου πολιτισµού αυτό όµως δε σηµαίνει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αρχιτεκτονική δοµή που ο σύγχρονος επισκέπτης αντικρίζει κατά την επίσκεψη του στην Κνωσό. Οι πολύπλοκοι διάδροµοι και τα κλιµακοστάσια που ένωναν σε ορισµένες περιπτώσεις µέχρι και πέντε ορόφους, διαµορφώνουν ένα πραγµατικά λαβυρινθώδες συγκρότηµα στο οποίο ο επισκέπτης µπορεί να θαυµάσει σηµαντικές αρχιτεκτονικές καινοτοµίες όπως π.χ. δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, φωταγωγούς για τον φωτισµό και αερισµό των χαµηλότερων επιπέδων, διαµερίσµατα µε µπάνια και χώρους υγιεινής που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε ευρηµατικότητα από τις σύγχρονες κατασκευές. Το σηµαντικότερο όµως στοιχείο του ανακτόρου της Κνωσού είναι το γεγονός ότι στην δοµή του ο σύγχρονος έµπειρος µελετητής ανιχνεύει τη δοµή µιας συγκροτηµένης πόλης που αναπτύσσεται µε κέντρο την µεγάλη αυλή-πλατεία. Γύρω από την κεντρική αυλή θα συναντήσουµε σε σαφώς διαφοροποιηµένα κτιριακά σύνολα, τις διάφορες λειτουργίες, που υποδηλώνουν την πολυπλοκότητα του κτηρίου, όπως χώροι δηµόσιων και θρησκευτικών τελετών, αποθήκες, εργαστήρια, κατοικίες, µικρότερες αυλές, διάδροµοι επικοινωνίας κ.α. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα. Tο παλαιό ανάκτορο στο νότιο άκρο της πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Αμέσως επισκευάστηκε, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά από σεισμό, περίπου το 1700 π.X. Ο ενιαίος σχεδιασμός που παρουσιάζουν Φαιστός και Μάλια έρχονται σε αντίθεση με το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού που κατασκευάστηκε ίσως με την ενοποίηση σημαντικών συγκροτημάτων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του δομή, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Αμέσως μετά οικοδομήθηκε το νέο ανάκτορο, μεγαλοπρεπέστερο, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Αχαιοί ηγεμόνες κάθονται πλέον στην αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι ελέγχουν όλο το νησί. Το ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου αιώνα π.X. (Yστερομινωική Εποχή IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά, και έκτοτε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο. Από τα λαµπρά ανάκτορα της Μινωικής Κνωσού διασώζεται στους Ελληνικούς χρόνους ο θρύλος του βασιλιά Μίνωα και στους µεταγενέστερους πλέον χρόνους αυτός ο θρύλος θα δώσει το έναυσµα για τις πρώτες προσπάθειες ανασκαφής που επιχειρήθηκαν από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878. Αυτός που έµελλε να φέρει στο φως, στο σύνολο τους, τα ερείπια της Κνωσού είναι ο σπουδαίος Άγγλος αρχαιολόγος Σερ Άρθουρ Εβανς, ο οποίος άρχισε συστηµατικές ανασκαφές το 1900 που διήρκεσαν έως το 1931. Στα τριάντα χρόνια ανασκαφικών εργασιών αποκαλύφθηκαν στο σύνολο και οι προηγούµενες φάσεις του ανακτόρου µε σηµαντικά ευρήµατα από τις διάφορες περιόδους κατοίκησης του χώρου. Κνωσός Στην βάση της συστηµατικής ανασκαφής του ο σερ Άρθουρ Εβανς επιχείρησε και τη µερική αποκατάσταση του ανακτόρου χρησιµοποιώντας σύγχρονα υλικά και σε ορισµένες περιπτώσεις προχώρησε στη συµπλήρωση ολόκληρων τµηµάτων που διακρίνουµε σήµερα. Ο ρισµένοι επιστήµονες θεωρούν υπερβολικές αυτές τις παρεµβάσεις οστόσο, από πολλούς αρχαιολόγους εκφράζεται η άποψη ότι οι αναστηλωτικές παρεµβάσεις του Έβανς δεν είναι αυθαίρετες και αποδίδουν ως ένα βαθµό την εικόνα που θα είχαν τα ανάκτορα την εποχή της ακµής τους. Φαιστός : Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη μινωική πόλη, οργανωμένη με ανάκτορο, συνοικίες, νεκροταφεία. Κατά τα μινωικά χρόνια ήταν κέντρο όλης της κεντρικής και νότιας Κρήτης και η επιρροή της έφτασε μέχρι τις πρώην επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου. Καλύπτει έκταση 18.000 τ.μ. μέσα στην οποία υπάρχει πλήθος ερειπίων από τις εποχές της νεολιθικής κατοίκησης του χώρου μέχρι τις διάφορες ανακτορικές περιόδους: του 1900 πΧ. όταν χτίστηκε το πρώτο ανάκτορο (το οποίο καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1700 π.Χ.), το 1400 π.Χ. όταν χτίστηκε το 2ο ανάκτορο, πάνω στα ερείπια του πρώτου, το οποίο επίσης καταστράφηκε από σεισμό ή εισβολείς. Εδώ ανακαλύφθηκε ο περίφημος δίσκος της Φαιστού. Φαιστός Μερική άποψηΠρόκειται για ένα πήλινο δίσκο στις δυο πλευρές του οποίου υπάρχει εγχάρακτο κείμενο με 241 σύμβολα σε σπειροειδή διάταξη που ακόμα δεν έχουν καταφέρει να διαβάσουν οι αρχαιολόγοι. Αγ. Τριάδα Ένας πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της κεντρικής Κρήτης, κοντά στη Φαιστό, στις όχθες του Γεροπόταμου, με ξεχωριστή φυσική ομορφιά είναι η Αγία Τριάδα. Βρίσκεται 64 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, στη διαδρομή Ηράκλειο – Αγία Βαρβάρα – Άγιοι Δέκα – Μοίρες – Φαιστός – Αγία Τριάδα, και 3 χλμ. νοτιότερα της Φαιστού. Η βασιλική έπαυλη ή μικρό μινωικό ανάκτορο της Αγίας Τριάδας, Αγ. Τριάδαόπως το ονόμασαν οι Ιταλοί αρχαιολόγοι που το έφεραν στο φως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χτίστηκε γύρω στο 1600 π.Χ. πάνω σε λόφο και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία μινωικής αρχιτεκτονικής με πλούσια ευρήματα. Πιστεύεται ότι χρησίμευε σαν θερινή κατοικία του βασιλιά της Φαιστού, ενώ από άλλους ερευνητές θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον άνακτα της Φαιστού μετά την καταστροφή του ανακτόρου, αλλά ίσως να χρησιμοποιόταν παράλληλα με το ανάκτορο της Φαιστού. Η Bασιλική Έπαυλη κτίστηκε γύρω στον 16ο αιώνα π.X. (Υστερομινωική ΙΑ). Μετά την καταστροφή των ανακτόρων (1450 π.X.) στη βόρεια πλευρά της έπαυλης κατασκευάστηκε ένα μέγαρο ”μυκηναϊκού τύπου”. Στη Γεωμετρική περίοδο (8ος αι. π.X.) η Έπαυλη ήταν τόπος λατρείας. Ιερό αφιερωμένο στο Δία Bελχανό κτίστηκε κατά την Eλληνιστική εποχή (4ος-1ος αιώνας π.X.). Την περίοδο της Bενετοκρατίας στο χώρο της αυλής της Έπαυλης κτίστηκε ο ναός του Aγίου Γεωργίου του Γαλατά (14ος αιώνας μ.X.) Γόρτυνα Γόρτυνα : Στον εύφορο κάμπο της Μεσαράς αναπτύχθηκε μια άλλη ακόμα αξιόλογη και πολυάνθρωπη πόλη η Γόρτυνα. Αν και κατοικήθηκε για πρώτη φορά από το τέλος της νεολιθικής εποχής (3000 π.Χ.) τη μεγαλύτερη ακμή της την γνώρισε στους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η εχθρική στάση της Κνωσού απέναντι στους Ρωμαίους τους έκανε να στραφούν προς τη Γόρτυνα, που δεν πρόβαλε αντίσταση. Οι Ρωμαίοι την όρισαν πρωτεύουσα της Κρήτης και σε κάποια περίοδο και της Κυρηναϊκής. Την κόσμησαν μάλιστα με ναούς, θέατρα, αγάλματα, θέρμες και άλλα λαμπρά οικοδομήματα. Καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς το 824 μ.Χ. και η έδρα του νησιού μεταφέρθηκε στο Χάνδακα. Τα σπουδαιότερα επισκέψιμα μνημεία είναι : Το ωδείο και η μεγάλη επιγραφή, το βόρειο θέατρο, η ακρόπολη, ο ναός του Αγίου Τίτου, το Πυθίο, το ιερό των αιγυπτιακών θεοτήτων, το Νυμφαίο, το Αμφιθέατρο, η Μεγάλη Πόρτα, ο Ιππόδρομος, το νεκροταφείο της πόλης, το παλαιοχριστιανικό τρίκογχο και οι τάφοι των Αγ. Δέκα. Μάλια : Το όνομα του αρχαίου οικισμού δεν είναι γνωστό. Ο Αρχαιολογικός χώρος δανείστηκε το όνομα του από τη ομώνυμη γειτονική κωμόπολη. Το ανάκτορο κτίστηκε την ίδια περίπου περίοδο που ανεγέρθηκαν τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, ακολούθησε την ίδια αρχιτεκτονική γραμμή, αλλά και την ίδια τύχη από την πλευρά της ακμής και της παρακμής. Το διώροφο αυτό ανάκτορο είχε έκταση 8.000 τμ. Οι πολλές αποθήκες, τα εργαστήρια και οι βιοτεχνικοί χώροι, προσδίδουν Μάλια Βωμός προσφορών χαρακτήρα μεγάλης αγροτικής βίλας. Ο μεγάλος πέτρινος κέρνος με τις 34 αβαθείς κυκλικές κοιλότητες, το εξαίρετο χρυσό κόσμημα των μελισσών και η μαρμάρινη σαρκοφάγος με τις ανάγλυφες παραστάσεις προέρχονται από το ανάκτορο αυτό. Σήμερα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου. Αρχάνες : Στην περιοχή Τουρκογειτονιά των Αρχανών που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, υπήρχε τριώροφο μινωικό ανάκτορο με μεγάλη αυλή. Μια σειρά από βωμούς που ανακαλύφτηκαν μπροστά από την πρόσοψη του κτηρίου, αποτελεί μαζί με τα άλλα ευρήματα, σημαντικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς. Ανακαλύφτηκε ακόμα το μινωικό νεκροταφείο στο λόφο Φουρνί, το μινωικό τριμερές ιερό στα Ανεμόσπηλια και η βίλλα στο Βαθύπετρο που μας δίνει παραστατικά στοιχεία της αγροτικής ζωής. Τύλισος: Δυτικά του Ηρακλείου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Τυλίσου που δεν απέβαλε το όνομά του από τη μινωική εποχή. Οι μεγάλες και πολλές αίθουσες, οι διάδρομοι, τα ιερά, οι δεξαμενές και οι αποθήκες ταυτίζονται με την αρχιτεκτονική των μεγάλων ανακτόρων της εποχής. Το οικοδόμημα που ανακαλύφτηκε με τις τρεις μεγαλοπρεπείς μινωικές κατοικίες, ανήκε προφανώς σε πλούσιο άρχοντα του τόπου. Πέτρα για το άλεσμα των ελιών, πήλινα αγγεία, ενεπίγραφες πινακίδες, σφραγίσματα, αφιερώματα, καθώς και οι πήλινες σωλήνες του υδραγωγείου συγκαταλέγονται στα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών. Δεν υπήρχαν όμως μόνο τα ανακτορικά κέντρα και οι μεγάλες πόλεις. Μινωικές οικίες, οικισμοί και επαύλεις βρίσκονται και σε άλλα μέρη του νομού. Αυτά κατά επαρχία είναι τα ακόλουθα: Επαρχία Μαλεβυζίου: Σ’ αυτή βρισκόταν η αρχαία πόλη Ραύκος κοντά στο χωριό Άγιος Μύρωνας και ο Πρινιάς κοντά στην Αγία Βαρβάρα που έδωσε αξιόλογα ευρήματα. Ξεχωριστή αξία έχουν οι δύο ναοί που χρονολογούνται από τον 7ο π.Χ. αιώνα. Επαρχία Καινουρίου: Στην επαρχία αυτή βρίσκεται το μικρό σπήλαιο της Μιαμούς που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον λόγω των ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν και φανερώνουν τη χρήση του σπηλαίου ως Επιλιμένιος οικισμός κατοικία του ανθρώπου, από το 3500 π.Χ. Στην άκρη του Λιβικού Πελάγους βρίσκεται ο οικισμός Λέντας που σημείωσε τη μεγαλύτερη ακμή του κατά την ελληνορωμαϊκή κυρίως εποχή. Εκεί βρισκόταν το ιερό του Ασκληπιού. Άλλη πόλη που είχε ακμάσει στα γειτονικά παράλια ήταν η Λασαία την οποία είχε επισκεφθεί και για την οποία είχε γράψει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Επαρχία Πυργιώτισσας: Οι επιλιμένιες πόλεις Μάταλα και ο γειτονικός Κομμός που ήταν λιμάνια της Φαιστού ανήκουν στην επαρχία αυτή. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στους χώρους αυτούς έφεραν στο φως πολλά ευρήματα. Στα Μάταλα σώζονται λαξευτοί τάφοι που ήταν σε χρήση κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς και πρώιμους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Επαρχία Μονοφατσίου: Το σημερινό χωριό Ροτάσι ήταν το αρχαίο Ρύτιο που μνημονεύει ο Όμηρος. Διακρίνονται σήμερα τα λείψανα του οικισμού. Στο σημερινό οικισμό Τσούτσουρος που ήταν λιμάνι της αρχαίας Πριανσού υπήρχε το λατρευτικό σπήλαιο της Ειλειθυϊας. Ανακαλύφθηκαν πολλά ευρήματα που είχαν αφιερωματικό κυρίως χαρακτήρα. Στη θέση Κορακιές του χωριού Κουμάσα ανακαλύφθηκε οικισμός των μεσομινωικών και υστερομινωικών χρόνων που κατά τις ανασκαφές απέδωσε ενδιαφέροντα αντικείμενα και σκεύη. Τα πήλινα αντικείμενα φέρνουν το όνομα του ρυθμού της Κουμάσας. Στην ίδια επαρχία υπάγεται και η αρχαία Πριανσός, που κατά τις πιο βάσιμες μαρτυρίες βρισκόταν στην επάνω Μεσαρά κοντά στο χωριό Καστελιανά. Από το μεγάλο αριθμό νομισμάτων που βρέθηκαν, φαίνεται ότι διέθετε ισχυρή οικονομική δύναμη. Επαρχία Πεδιάδας: Η σημερινή Χερσόνησος (λιμάνι) είναι χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας Χερρονήσου. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε. Κατά τη ρωμαϊκή πάντως εποχή είχε κοσμηθεί με σιντριβάνια, πολύχρωμα ψηφιδωτά, θέατρο, υδραγωγείο, ιχθυοδεξαμενές και άλλα μνημεία, τμήματα από τα οποία σώζονται σήμερα. Ανατολικά και κοντά στο Ηράκλειο βρίσκεται η αρχαία Αμνισός που ήταν λιμάνι της Κνωσού. Από τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν ανακαλύφθηκε η έπαυλη των κρίνων και το ιερό του Δία Θενάτα. Ανατολικά και κοντά στην Αμνισό βρίσκεται το μινωικό μέγαρο Νίρου Χάνι. Το μέγαρο παρουσιάζει ανακτορική όψη και πολυτέλεια. Υπήρξε επίσημη κατοικία κάποιου αξιωματούχου ή αρχιερέα. Λύττος, βρισκόταν ανατολικά του Καστελίου Πεδιάδος, κοντά στο σημερινό χωριό Ξειδάς. Υπήρξε από τις αρχαιότερες αποικίες της Σπάρτης και ήταν μια από τις πιο μεγάλες και ισχυρές πόλεις και μάλιστα στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Καταστράφηκε και ισοπεδώθηκε από τους Κνώσιους και τους Γορτύνιους συμμάχους τους το 220 π.Χ.Αρκαδία ή Αρκάδες: Βρισκόταν στην περιοχή Προφήτης Ηλίας κοντά στο χωριό Αφρατί. Ως ανεξάρτητη πόλη έκοψε δικά της νομίσματα. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια έγινε έδρα Επισκόπου. Επαρχία Βιάννου: Στα σύνορα του νομού Ηρακλείου με την επαρχία Ιεράπετρας ανακαλύφθηκε το περίφημο ιερό της Σύμης. Η λειτουργία του ιερού κράτησε από το 1600 π.Χ. μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Ανακαλύφτηκαν πολλά αντικείμενα και είδη, που είχαν αφιερωματικό κυρίως χαρακτήρα.